- ελαφρόπους
- (-ποδός), ους , ουν быстроногий, резвый, проворный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελαφρόπους — ἐλαφρόπους, ο, η (Α) αυτός που έχει ελαφριά πόδια, ο γοργοπόδαρος … Dictionary of Greek